- ἀντιτέρπω
- ἀντιτέρπω,A delight in return, Plu.2.334a ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιτέρπω — ἀντιτέρπω (Α) ανταποδίδω σε κάποιον την ευχαρίστηση που μου προσέφερε … Dictionary of Greek